-
1 διαπλασσω
атт. διαπλάττω1) образовывать, формировать (sc. ὕλην Plut.; τὰ μόρια τοῦ ἐμβρύου διαπλάττεται Arst.)2) создавать, сочинять(διαπλασθεὴς μῦθος Anth.)
πρὸς τὰ γινόμενα διαπλάττεσθαι Plut. — быть описываемым в соответствии с (действительными) событиями -
2 εξοδος
ἥ1) место выхода, выход(ἔ. κατάγειος Plut.)
ἔ. ἐς θάλασσαν Her. — место впадения (реки) в море, устье;ἀποκλεισθεὴς ἐξόδου Arst. — не имеющий выхода, запертый2) анат. выходное отверстие(ἥ τῶν περιττωμάτων ἔ. Arst.)
3) физиол. выделение(τῆς σπερματικῆς περιττώσεως Arst.)
4) рождение, появление на свет(τοῦ ἐμβρύου Arst.)
5) уход, удаление, выход(ἐκ τῆς χώρης Her.)
καλλίονες εἴσοδοι τῶν ἐξόδων Eur. — приходить (в родной дом) приятнее, чем уходить6) воен. (тж. ἥ πολεμικέ ἔ. Arst.) отправление, поход(ἔξοδοι καὴ ἀγῶνες Plut.)
τέν ἐπὴ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι Her. — идти на смертный бой;ἐξόδους ἕρπειν κενάς Soph. — наступать впустую, т.е. не имея перед собой противника7) вылазка(ἔξοδον ποιεῖσθαι Thuc.)
8) (торжественное) шествие, процессия(ἔξοδοι λαμπραί Dem.)
ἐπ΄ ἐξόδῳ Her. — во время торжественного выхода9) исход, развязка, окончание, конецἐπ΄ ἐξόδῳ τῆς ἀοχῆς Xen. — с окончанием срока полномочий;
ἐπ΄ ἐξόδῳ οἶναι Thuc. — быть на исходе, кончаться10) театр. эксод, уход хора ( заключительная часть трагедии)(ἔστιν ἔ. μέρος τραγῳδίας μεθ΄ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος Arst.; ἔξοδον αὐλεῖν τινι Arph.)
11) прекращение, исчезновение(λήθη ἐπιστήμης ἔ., sc. ἐστιν Plat.)
12) кончина, смерть13) расход, платеж(οὐδεμίαν ποιεῖν ἔξοδον Polyb.)
-
3 πλασις
1) образование, формирование(τοῦ ἐμβρύου Arst.; τῆς φωνῆς Plut.)
2) придумывание, измышлениеἡ περὴ τὰ εἴδη π. Arst. — выдуманность (метафизических) идей ( у Спевсиппа)
См. также в других словарях:
Κρο-Μανιόν, άνθρωπος του- — (Cro Magnon). Πληθυσμός του Homo sapiens (έμφρονος ανθρώπου), ο οποίος χρονολογείται κατά την ανώτερη παλαιολιθική περίοδο (πριν από 35.000 10.000 χρόνια). Ίχνη του βρέθηκαν σε ένα βραχώδες σημείο της τοποθεσίας Κρο Μανιόν της Δορδόνης (Ντορντόν) … Dictionary of Greek
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek
Ρέζους (Rh), παράγοντας — Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα … Dictionary of Greek
μεμβράνη — Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… … Dictionary of Greek
μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… … Dictionary of Greek